Κυριακή 6 Μαΐου 2012

Διήγημα με τις λέξεις:αγάπη.ομίχλη.πάθος,άλογο,κενό,άνεμος,απεραντοσύνη,πλοκή,ίχνη,πορτραίτο

 Είχε και απόψε ΟΜΙΧΛΗ και ο ΑΝΕΜΟΣ σφύριζε μανιασμένα....
Ο Αντώνης πάθαινε κρίση κάτι τέτοια βράδια και οι νοσοκόμες του έκαναν ηρεμιστικές ενέσεις...έτσι κι απόψε...έτσι κι απόψε ξαπλωμένος στο κρεβάτι του σκεφτόταν από που ξεκίνησαν όλα...
Ήταν πριν ένα χρόνο,όταν γύριζε με το αυτοκίνητό του από διασκέδαση..τότε είδε στην άκρη του δρόμου μια κοπέλα.Μια κοπέλα ντυμένη στα λευκά να περπατάει στην κρύα νύχτα.Σταμάτησε το αυτοκίνητο και της μίλησε.
-Θες να σε πάω κάπου;της είπε.
-Αν σου είναι εύκολο,θα σε ευγνωμονούσα.
Μπήκε στο αυτοκίνητο και έπιασαν την κουβέντα.Την έλεγαν Ευτυχία.Κάθε βράδυ έκανε παρέα στη γιαγιά της που ήταν κατάκοιτη και μετά γύριζε σπίτι της για να είναι με τον πατέρα της.Την είχε ρωτήσει αν φοβόταν.
-Να φοβάμαι τι;τον είχε ρωτήσει.
-Αυτό το νεκροταφείο που περνάμε τώρα παράδειγμα.Δεν φοβάσαι όταν είσαι μόνη σου να περνάς από δω;
-Αντώνη,οι νεκροί δεν κάνουν κακό.Τους ζωντανούς να φοβάσαι.Μόνο αυτοί μπορούν να σε πειράξουν.
 Η διαδρομή πέρασε ευχάριστα και έδωσαν ραντεβού για την επόμενη μέρα στο ίδιο μέρος την ίδια ώρα.
Αυτό συνεχίστηκε για είκοσι μέρες περίπου.Τόσες μέρες ήταν αρκετές για να νιώσει ΑΓΑΠΗ και ΠΑΘΟΣ ο Αντώνης για την Ευτυχία.
Το εικοστό πρώτο βράδυ όσο κι αν περίμενε ο Αντώνης, η ευτυχία δεν φάνηκε.Ένα απέραντο ΚΕΝΟ ένιωσε στην καρδιά του.Πάλι το επόμενο βράδυ συνέβη το ίδιο.Έτσι το μεθεπόμενο πρωί,αποφάσισε να πάει στο σπίτι της για να τη βρει και να του εξηγήσει γιατί δεν ερχόταν στα ραντεβού τους.
Χτύπησε την πόρτα και άνοιξε ένας ηλικιωμένος κύριος.
-Καλημέρα κύριε.
-Καλημέρα παιδί μου,είπε εκείνος.
-Μπορώ να δω την Ευτυχία;
Ο κύριος με αυτό το όνομα πάγωσε στο άκουσμα αυτού του ονόματος.<<Δεν υπάρχει καμία Ευτυχία εδώ νεαρέ,μην ξανάρθεις>>είπε και πήγε να του κλείσει την πόρτα στα μούτρα.
-Μα είναι αυτή,η κοπέλα του ΠΟΡΤΡΑΙΤΟΥ,είπε ο Αντώνης.
-Αυτή αποκλείεται να είναι,του είπε ο κύριος.αυτή είναι η κόρη μου η Ευτυχία, η οποία σκοτώθηκε πριν τριάντα χρόνια.
-Σκοτώθηκε;
-Ναι,ήταν μια υπέροχη αμαζόνα.Με μετάλλια και βραβεία,αλλά σε έναν αγώνα το ΑΛΟΓΟ της κάτι έπαθε.Άρχισε να τρέχει σαν δαιμονισμένο,την πέταξε κάτω στο δρόμο και συνέχισε να τη παρασέρνει μαζί του στην τρελή πορεία του.Όλοι καταρρακωθήκαμε...η μάνα της και γυναίκα μου πέθανε από κατάθλιψη,ο αρραβωνιαστικός της ο Αντώνης αυτοκτόνησε και γω έχω μείνει μόνος να θυμάμαι όλα αυτά τα αγαπημένα πρόσωπα...
Ο Αντώνης δε περίμενε να ακούσει άλλα....έτρεξε στο νεκροταφείο και άρχισε να ψάχνει τους τάφους έναν έναν...είδα μια φωτογραφία της κοπέλας που συναντούσε όλες αυτές τις μέρες.
Τι είχε πάθει;του συνέβηκαν όλα αυτά;τα φαντάστηκε;τι πλοκή του έπαιξε η ζωή;άρχιζε να γελάει υστερικά,άρχισε να κλαίει μανιασμένα....είχε τρελαθεί.
 Από τότε ήταν μέσα σε αυτή την ψυχιατρική κλινική...
 Σηκώθηκε από το κρεβάτι του και στάθηκε στο παράθυρο...από μακριά είδε την Ευτυχία να του χαμογελάει και να τον χαιρετάει...την χαιρέτησε και ο ίδιος...εκείνη μετά από αυτό γύρισε και χάθηκε στην απεραντοσύνη της νύχτας...Τα ίχνη της ήταν σχηματισμένα στο χιόνι...αλλά εκείνος δεν φοβόταν...θυμήθηκε τα λόγια της<<οι νεκροί δεν κάνουν κακό Αντώνη,οι ζωντανοί είναι αυτοί που μπορούν να κάνουν κακό>>.